- καμινοῖ
- καμῑνοῖ , καμινώfurnacefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάμινοι — κάμῑνοι , κάμινος oven fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινώ — καμινώ, οῡς, ἡ (Α) [κάμινος] γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῑ ἴσος» όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ. το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα … Dictionary of Greek
πλινθευτικός — ή, όν, Α [πλινθεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλινθοποιία («κάμινοι πλινθευτικαί») … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
υψικάμινος — Βιομηχανική εγκατάσταση συνεχούς λειτουργίας για την παραγωγή χυτοσίδηρου από τα σιδηρούχα ορυκτά και γενικά από τα οξειδωμένα υπόλοιπα μεταλλικών κατασκευών διαφορετικής προέλευσης. Οι πρώτες υ. κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη γύρω στο 1200, όταν η… … Dictionary of Greek
αερίου, λυχνίες — Λυχνίες, το φως των οποίων προέρχεται από την ακτινοβολία εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων άνθρακα που συνήθως τροφοδοτούνται από κύκλωμα συνεχούς ρεύματος με αντιστάσεις που είναι συνδεδεμένες σε σειρά. Οι λυχνίες αυτές διακρίνονται σε απλές (με … Dictionary of Greek
μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) … Dictionary of Greek